παλαιοχάρακτος

παλαιοχάρακτος
παλαιοχάρακτος, -ον (Α)
(για νόμισμα) αυτός που έχει χαραχθεί, που έχει κοπεί πριν από πολύ χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + χαράσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”